Η έννοια του πολιτιστικού τμήματος της γης περιγράφει μια χωρική διαίρεση της γης σε διαφορετικές πολιτιστικές περιοχές, η οποία πραγματοποιείται με βάση καθορισμένα χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τον Newig, διδάκτορα της γεωγραφίας, τα πολιτιστικά μέρη της γης ορίζονται ως „σύνδεσμοι σε ένα παγκόσμιο χωροχρονικό δίκτυο ανθρώπινων μορφών ζωής σχεδόν ηπειρωτικής κλίμακας με βάση το φυσικό τους περιβάλλον“ (Newig 1999). Στόχος της έννοιας είναι να εντοπιστούν χώροι όπου ζουν ίδιοι ή παρόμοιοι πολιτισμοί και κοινότητες και να ομαδοποιηθούν, ώστε να σκιαγραφηθούν οι μεγαλύτεροι πολιτιστικοί χώροι.
Ανάδυση και μεταβλητότητα της έννοιας
Η έννοια περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Kolb το 1962 και προήλθε αρχικά από τη χωρική έρευνα της γεωγραφίας. Προέκυψε από τη φυσική ανάγκη για έναν τρόπο να βρίσκει κανείς το δρόμο του στους χώρους καθώς και να μπορεί να προσδιορίζει τη θέση του, διότι „κάθε άνθρωπος χρειάζεται και αναπτύσσει μια γεωγραφική άποψη του κόσμου στην οποία μπορεί να ταξινομήσει τις βασικές του πληροφορίες, αλλά και τις πολλές νέες πληροφορίες που προστίθενται καθημερινά“ (ό.π., 7). Για να καταστεί δυνατή η ταξινόμηση, απαιτούνται περιγραφικά χαρακτηριστικά που μπορούν να ορίσουν τους χώρους. Λόγω του πλήθους των διαφορετικών εννοιών, αυτά ποικίλλουν ανάλογα με τον συγγραφέα και αφήνουν περιθώρια για διαφορετικές προσεγγίσεις ταξινόμησης.
Ο Kolb ανέπτυξε μια έννοια που ορίζει δέκα πολιτισμικά μέρη της γης και αντικαθιστά έτσι τη σκέψη για τους λαούς της μεταπολεμικής γεωγραφίας (βλ. Stöber 2001, 138), „ωστόσο απέφυγε να υλοποιήσει χαρτογραφικά την προσπάθειά του για ταξινόμηση“ (ό.π.).
Η έννοια του Newig το 1986 ταξινομεί σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά „θρησκεία ή ιδεολογία- γλώσσα, γραφή, δίκαιο- χρώμα δέρματος (φυλή)- οικονομία [και] κατάσταση“ (Böge 1997, 323), από την οποία προέκυψαν τα πολιτισμικά μέρη της γης Αγγλοαμερική, Αυστραλία, Ευρώπη, Λατινική Αμερική, Ανατολή, Ανατολική Ασία, Ρωσία, „Μαύρη Αφρική“ (που από τότε μετονομάστηκε σε Υποσαχάρια Αφρική), Νότια Ασία και Νοτιοανατολική Ασία (Reinke/ Bickel 2018, 2).
Όπως οι Kolb και Newig, έτσι και ο Huntington ανέπτυξε το 1996 μια προσέγγιση ταξινόμησης, η οποία είναι από τις πιο γνωστές στη βιβλιογραφία (βλ. Stöber 2001, 138). Στενά συνδεδεμένος με το άρθρο του Σύγκρουση των πολιτισμών, χωρίζει τη γη σε οκτώ πολιτισμικές περιοχές, τα χαρακτηριστικά των οποίων είναι „αντικειμενικά στοιχεία όπως η γλώσσα, η ιστορία, η θρησκεία, τα έθιμα, οι θεσμοί [… και] η υποκειμενική ταύτιση των ανθρώπων με αυτήν“ (Huntington 1996, 28). Ουσιαστικά, η προσέγγισή του είναι παρόμοια με εκείνη του Kolb, αλλά δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην υποδιαίρεση σύμφωνα με τις κοσμοθεωρίες (βλ. Stöber 2001, 138).
Αξιολόγηση της έννοιας της πολιτισμικής γης
Εδώ και πολλά χρόνια, η έννοια της πολιτισμικής γης αποτελεί πηγή συζήτησης τόσο στη γεωγραφία όσο και σε άλλους κλάδους. Λόγω της πληθώρας διαφορετικών προσεγγίσεων, έχει επανειλημμένα δεχθεί κριτική, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα στρεφόταν ιδιαίτερα κατά της έννοιας του Newig. Σύμφωνα με τον Popp, είναι θεμελιωδώς προβληματική η διαίρεση των πολιτισμών, διότι δεν υπάρχει σαφής τρόπος να καθοριστεί πού αρχίζουν ή πού τελειώνουν οι εν λόγω πολιτισμικές περιοχές (βλ. Popp 2003, 21). Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να οριστούν εκ των προτέρων με σαφήνεια όροι όπως ο πολιτισμός και ο χώρος, ώστε να υπάρχει επίγνωση της ευρύτητας των εννοιών.
Η κύρια κριτική του Popp είναι ότι η έννοια της πολιτισμικής γης του Newig προωθεί τη „μωσαϊκή σκέψη“ (ό.π., 29) και μπορεί να υιοθετηθεί ως ιδεολογία. Με βάση τη χαρτογραφική αναπαράσταση, προτείνει ότι οι πολιτισμικές περιοχές πρέπει να θεωρούνται ξεχωριστές μεταξύ τους και ότι δεν υπάρχουν μεταβατικές μορφές. Επιπλέον, η ονομασία „Μαύρη Αφρική“ αποτελεί διάκριση και, όπως και η ονομασία „Ανατολή“, αντανακλά μια ευρωκεντρική άποψη. „Οι πολιτισμικές γαίες [κατά συνέπεια] έχουν μεγάλη ομοιότητα με στερεότυπα ως προς τον εκφραστικό τους χαρακτήρα, τα οποία, αν και υπάρχει ένας κόκκος αλήθειας στην αξιολόγηση, εύκολα συμπυκνώνονται σε κλισέ μεμβράνες“ (Popp 2003, 37).
Λογοτεχνία
Böge, Wiebeke (2011): Kulturraumkonstrukte als zeitgebundene Weltbilder. Στο: Geography and School 33, 4-8.
Böge, Wiebeke (1997): Die Einteilung der Erde in Grossräume: Zum Weltbild der deutschsprachigen Geographie seit 1871. Arbeitsergebnisse und Berichte zur wirtschafts- und sozialgeographischen Regionalforschung. Heft 16. Hamburg: Institut für Geographie der Universität Hamburg.
Dürr, Heiner (1987): Kulturerdteile: Μια „νέα“ θεωρία των δέκα κόσμων ως βάση για τη διδασκαλία της γεωγραφίας; Στο: Geographische Rundschau 39, 228-32.
Newig, Jürgen (1999): https://www.kulturerdteile.de/kulturerdteile/ [01.08.2019].
Newig, Jürgen (1986): Τρεις κόσμοι ή ένας κόσμος: Τα πολιτιστικά μέρη της γης. Στο: Geographische Rundschau 38, 262-267.
Popp, Herbert (2003): Η έννοια των πολιτισμικών τμημάτων της γης σε συζήτηση – το παράδειγμα της Αφρικής. Επιστημονικός λόγος – σημασία για τη διδασκαλία – εφαρμογή στο μάθημα της γεωγραφίας. Bayreuth Contact Studies in Geography. Τόμος 2. Bayreuth: Naturwissenschaftliche Gesellschaft Bayreuth.
Reinke, Christine/ Bickel, Jens (2018): Infoblatt Kulturerdteile. Λειψία: Klett.
Stöber, Georg (2001): „Kulturerdteile“, „Kulturräume“ und die Problematik eines „räumlichen“ Zugangs zum kulturellen Bereich. In: ders. (επιμ.): Ξένοι πολιτισμοί στη διδασκαλία της γεωγραφίας: Αναλύσεις – Αντιλήψεις – Εμπειρίες. Studies in international textbook research. Τόμος 106. Ανόβερο: Hahn, 138-154.
Stöber, Georg (2011). Οι έννοιες του πολιτισμικού χώρου στα προγράμματα σπουδών, στα σχολικά εγχειρίδια και στη διδασκαλία. Στο: Geographische Rundschau 33, 15-26.