Με τον όρο „προσαρμογή“ εννοείται „ο γενικός όρος για την ιδιότητα ενός συστήματος να επιτυγχάνει βελτιωμένη προσαρμογή και απόδοση μέσω αναπροσαρμογών“ (Fröhlich 2010, 47). Προέρχεται από το λατινικό ουσιαστικό accomodatio „προσαρμόζομαι“ (βλ. Scholze-Stubenrecht 1997, 42). Στη βιολογία, η προσαρμογή αναφέρεται στην „προσαρμογή του ματιού σε διαφορετικά εύρη αποστάσεων“ (Fröhlich 2010, 47). Ο όρος αυτός συναντάται επίσης στη γλωσσολογία, τις θρησκευτικές σπουδές και τη μαθησιακή ψυχολογία.
Γνωστικές διεργασίες στην ψυχολογία της μάθησης
Ο αναπτυξιακός ψυχολόγος Jean Piaget εισήγαγε τον όρο στη θεωρία του για τη γνωστική ανάπτυξη των παιδιών. Η προσαρμογή είναι μία από τις δύο βασικές διαδικασίες στη μαθησιακή ανάπτυξη των παιδιών. Αντιπροσωπεύει την ικανότητα ενός ατόμου να αλλάζει τη (μαθησιακή) συμπεριφορά του, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο επεξεργάζεται τις νέες εντυπώσεις. Ο αντίθετος όρος είναι η αφομοίωση, η οποία περιγράφει την ενσωμάτωση νέου είδους εξωτερικών εντυπώσεων σε ήδη υπάρχουσες κατηγορίες ή συστήματα χωρίς να τις αλλάζει (βλ. Piaget 1983, 106 κ.ε.).
Ένα παράδειγμα προσαρμογής είναι ένα παιδί που έχει την ιδέα ότι όλα τα πράγματα είναι είτε στερεά είτε υγρά. Αν αυτό το μοντέλο σκέψης αμφισβητηθεί από την εμπειρία του αερίου ως ουσίας, πρέπει να προσαρμόσει την άποψή του για τις καταστάσεις συσσωμάτωσης. Τέτοιου είδους ερεθισμοί αποτελούν επομένως κρίσιμα σημεία στις διαδικασίες μάθησης.
Προσαρμογή στο πλαίσιο της μετανάστευσης
Κατά συνέπεια, είναι επίσης δυνατό να αναπροσαρμόσουμε τους τρόπους σκέψης και δράσης μας στο πλαίσιο πολιτισμικών διαδικασιών μάθησης. Στην έρευνα για τη μετανάστευση, η προσαρμογή νοείται από την Christine Langenfeld ως η „λειτουργική διαδικασία μάθησης και προσαρμογής που προκύπτει από την πολιτισμική αλλαγή“. (Langenfeld 2001, 283) Υποθέτει ότι η προσαρμογή „μπορεί να λάβει χώρα στα ενδιαφερόμενα άτομα χωρίς καμία αλλαγή στις θεμελιώδεις πεποιθήσεις, αξίες ή τρόπους σκέψης“ (Langenfeld 2001, 283).
Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Werner Fröhlich, „οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις[, οι οποίες] δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με το επί του παρόντος διαθέσιμο ρεπερτόριο[ε] ενεργειών“ (Fröhlich 2010, 48) είναι ένας από τους λόγους για „διαταραχές της εσωτερικής ισορροπίας“ (ό.π.) και συνεπώς πυροδοτούν την προσαρμογή.
Προσαρμογή – μάθηση από τις „διαταραχές της ισορροπίας“
Σύμφωνα με τον ορισμό του Fröhlich, το λεγόμενο πολιτισμικά „ξένο“, δηλαδή αυτό που συχνά θεωρείται διαταραχή στο πλαίσιο των συζητήσεων για τη γερμανική ένταξη, μπορεί επίσης να κατανοηθεί ως ευκαιρία. Διότι η „διαταραχή της ισορροπίας“, κατά την έννοια του Piaget, ανοίγει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να αναπροσαρμόσουν τους τρόπους σκέψης και δράσης τους.
Ο κοινωνιολόγος Friedrich Heckmann περιγράφει μια ασύμμετρη αμοιβαιότητα: „Στις διαδικασίες μάθησης συμμετέχουν μετανάστες και γηγενείς. Αν και πρόκειται για μια αμοιβαία διαδικασία, δεν είναι ισοβαρής, κατά την οποία οι μετανάστες αλλάζουν περισσότερο από τους γηγενείς, οι οποίοι ως καθιερωμένοι άνθρωποι ελέγχουν τους πόρους της κοινωνίας“ (Heckmann 2015, 80).
Βιβλιογραφία
Fröhlich, Werner D. (2010): Wörterbuch Psychologie. 27. Aufl. München: dtv.
Heckmann, Friedrich (2015): Integration von Migranten. Einwanderung und neue Nationenbildung. Wiesbaden: Springer.
Langenfeld, Christine (2001): Integration und kulturelle Identität zugewanderter Minderheiten. Eine Untersuchung am Beispiel des allgemeinbildenden Schulwesens in der Bundesrepublik Deutschland. Tübingen: Mohr Siebeck.
Piaget, Jean (1983): Piaget’s Theory. In: Mussen, Paul H. (Hrsg.): History, theory and methods. Handbook of child psychology, v. 1. 4. Aufl. New York: John Wiley & Sons.
Scholze-Stubenrecht, Werner (Hrsg.) (1997): Duden. Das Fremdwörterbuch. 6. Aufl. Mannheim u. a.: Dudenverlag.