Ο αρρενωπισμός και η ηγεμονική αρρενωπότητα είναι τα ονόματα ενός κινήματος και ταυτόχρονα όροι των σπουδών φύλου. Αναφέρονται στις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά και στις σχέσεις μεταξύ των ίδιων των ανδρών. Πρόκειται πρωτίστως για μια απαιτούμενη „υπεροχή“ (BI 2020) του άνδρα, μια συνακόλουθη αποδοχή του υποδεέστερου και πώς αυτή δικαιολογείται σε κάθε περίπτωση (βλ. Meuser- Scholz, 24).
Αρρενωπότητα
Ο όρος αρρενωπότητα (επίσης αρρενωπολατρεία) περιγράφει τα διεθνή κινήματα για τα δικαιώματα των ανδρών που υπερασπίζονται πραγματικά τα δικαιώματα του φύλου τους. Ως αντίδραση στο δεύτερο κίνημα για τα δικαιώματα των γυναικών, διάφορα από αυτά τα κινήματα ιδρύθηκαν τη δεκαετία του 1970 στις ΗΠΑ και αργότερα και στη Βόρεια Ευρώπη, αλλά είναι πολύ ετερογενή. Ενώ τα προφεμινιστικά κινήματα υποστηρίζουν τα ίσα δικαιώματα για όλα τα φύλα, την κατάργηση των διακρίσεων λόγω φύλου και την εξίσωση των σχέσεων των φύλων, τα ανδροκρατικά κινήματα υπερασπίζονται έτσι τα δικαιώματα των ανδρών χωρίς εξαίρεση (βλ. Masculinism). Είναι σημαντικό εδώ να έχουμε επίγνωση των διαφορετικών εκδηλώσεων. Οι ακριβείς προσανατολισμοί θα πρέπει να διαφοροποιούνται μεταξύ αντιφεμινισμού, ρητού μισογυνισμού ή προστασίας και διεύρυνσης των δικαιωμάτων των ανδρών.
Προέλευση του όρου
Ο όρος ανδροκρατία χρησιμοποιήθηκε ήδη από το 1911 στο ακαδημαϊκό περιοδικό The Freewoman (OUP 2020). Μόλις τη δεκαετία του 1980 διεξήχθη περαιτέρω έρευνα στην κοινωνιολογία, εν μέρει επειδή η κλασική εικόνα των ανδρών θεωρούνταν „αδιαμφισβήτητη αυτονόητη“ (Baur- Luedtke 2008, 8). Έτσι, οι γυναίκες, οι διακρίσεις εις βάρος τους και ο φεμινισμός βρίσκονταν πάντα στο προσκήνιο της έρευνας (Πρβλ. Baur- Luedtke 2008, 7), ενώ μετά την αλλαγή προς μια μεταβιομηχανική κοινωνία, οι άνδρες φάνηκε να αποκτούν ένα νέο και άγνωστο μέχρι τότε προφίλ (Πρβλ. Baur- Luedtke 2008, 8). Ειδικότερα, ο Robert Connell επινόησε τον ηγεμονικό ανδρισμό, με αποτέλεσμα ο όρος αυτός να γίνει ο καθοριστικός στην έρευνα για τον ανδρισμό (Πρβλ. Meuser- Scholz 2012, 24). Ο όρος προήλθε έτσι από την επιστημονική έρευνα, αλλά χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο από τα ανδρικά κινήματα ως αυτοπροσδιορισμός (Πρβλ. Baur- Luedtke 2008, 8).
Προσανατολισμός προς τους στερεοτυπικούς ρόλους των φύλων
Τα κλασικά ή μάλλον ιστορικά πρότυπα ρόλων, σύμφωνα με τα οποία ο άνδρας λειτουργεί ως κυρίαρχος αρχηγός και τροφοδότης της οικογένειας και η γυναίκα οφείλει να φροντίζει το σπίτι και τα παιδιά, έχουν σε μεγάλο βαθμό χαλαρώσει στην κοινωνία μας ή δεν είναι μακράν τόσο έντονα όσο πριν από μερικές δεκαετίες (βλ. Claus 2014, σ. 14 στ.). Παρ‘ όλα αυτά, εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένες ιδανικές αντιλήψεις για τα δύο φύλα, στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται. Σε αυτές περιλαμβάνεται, για παράδειγμα, το χαρακτηριστικό του άνδρα να είναι δυνατός, το οποίο, εκτός από τη σωματική δύναμη, συνεπάγεται επίσης ότι δεν είναι ανδροπρεπές να δείχνει κανείς συναισθήματα ή συναισθηματική ευπάθεια. Οι αρρενωπολάτρες ασχολούνται με έναν διάλογο σχετικά με τις υπάρχουσες ιδέες περί αρρενωπότητας (βλ. Claus 2014, σ. 49). Ωστόσο, στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι δεν υπάρχει συναίνεση εντός του κινήματος σχετικά με το πώς θα πρέπει να μοιάζει ο „νέος ανδρισμός“ (βλ. Claus 2014, σ. 13). Ιδιαίτερα στα αντιφεμινιστικά ή μισογυνιστικά ρεύματα, φαίνεται μάλλον ότι τα παλιά σχήματα ρόλων θέλουν να επανακατακτηθούν.
Σημασίες στο πλαίσιο των κινημάτων για τα δικαιώματα των ανδρών
Ομάδες όπως το Κίνημα για τα Δικαιώματα των Ανδρών, οι Promise Keepers ή τα λεγόμενα μυθοπλαστικά κινήματα ανδρών (βλ. Martschukat 2008, 48-49) επικρίνουν ότι οι φεμινιστικές προσπάθειες για ίσα δικαιώματα εισάγουν διακρίσεις και καταπιέζουν τους άνδρες, δημιουργώντας μια „κρίση ανδρισμού“ (βλ. Feldmann 2013, 478). Για παράδειγμα, οι διακρίσεις εις βάρος των γυναικών αρνούνται επειδή οι άνδρες μειονεκτούν με τον ίδιο τρόπο και σε άλλους τομείς. Εδώ αναφέρονται συχνά το μικρότερο προσδόκιμο ζωής, ο υποχρεωτικός πόλεμος και οι διακρίσεις στην επιμέλεια. Άλλοι υποστηρίζουν ένα φυσικό ή θρησκευτικά θεμελιωμένο δικαίωμα στην ανδρική υπεροχή (βλ. Vahsen 2002, 249) ή θέλουν να επιστρέψουν σε έναν φυσικό και ισχυρό ανδρισμό (βλ. Martschukat 2008, 47-48). Αυτά τα διαφορετικά στρατόπεδα επικαλύπτονται στη νατουραλιστική και ουσιοκρατική κατανόηση των έμφυλων διαφορών (βλ. Connell 2015, 95), με αποτέλεσμα ακόμη και τα πιο „μετριοπαθή“ ρεύματα να αναπαράγουν ως επί το πλείστον μια προβληματική σχέση των φύλων.
Σε πολλές περιπτώσεις, το φαινόμενο του ανδρισμού περιγράφεται ως „μισογυνιστικό και ομοφοβικό“, επειδή χρησιμεύει „στη διατήρηση και σταθεροποίηση των δομών εξουσίας που καταλαμβάνονται από άνδρες“ (Vahsen 2002, 253). Οι αρρενωπές τάσεις συνηγορούν έτσι υπέρ της εδραίωσης και της νομιμοποίησης των πατριαρχικών σχέσεων κυριαρχίας και συνεπώς του ηγεμονικού ανδρισμού.
Ηγεμονική αρρενωπότητα
Η έννοια της ηγεμονικής αρρενωπότητας ανάγεται στον Αυστραλό κοινωνιολόγο Raewyn Connell (γεν. 1944) και, παρά τις διάφορες επικρίσεις (βλ. Meuser 2016, 221), αποτελεί κεντρική έννοια στην κοινωνιολογική έρευνα για την αρρενωπότητα ή το φύλο. Σε αντίθεση με τη θεωρία του ρόλου του φύλου που κυριαρχούσε προηγουμένως, η προσέγγιση του Connell προσφέρει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξεταστεί η σχέση μεταξύ αρρενωπότητας και εξουσίας (βλ. Connell 2015, 72).
Κεντρική θέση στην προσέγγιση του Connell κατέχει η παραδοχή ότι υπάρχει μια πολλαπλότητα ανδρισμών (όπως και θηλυκών, βλ. May 2010, 131) που υπόκεινται σε κοινωνικές αλλαγές και συνυπάρχουν ταυτόχρονα σε μια κοινωνία (βλ. Vahsen 2002, 253). Στο σχετικό βιβλίο της The Made Man, η Connell περιγράφει ως ηγεμονικό έναν ανδρισμό που είναι ο κυρίαρχος και επικρατέστερος σε κάθε πολιτισμό και εποχή.
„‚Αρρενωπότητα‘ είναι μια θέση στις σχέσεις των φύλων- οι πρακτικές μέσω των οποίων άνδρες και γυναίκες καταλαμβάνουν αυτές τις θέσεις και οι επιπτώσεις αυτών των πρακτικών στη σωματική εμπειρία, την προσωπικότητα και την κουλτούρα“ (Connell 2015, 124).
Συνεχίζοντας, „[η] ηγεμονική αρρενωπότητα […] θα μπορούσε να οριστεί ως εκείνη η διαμόρφωση της έμφυλης πρακτικής που […] εξασφαλίζει (ή αποσκοπεί να εξασφαλίσει) την κυριαρχία των ανδρών καθώς και την υποταγή των γυναικών“ (Connell 2015, 130).
Εδώ, η έννοια του Connell για τον ηγεμονικό ανδρισμό βασίζεται στην έννοια της πολιτισμικής ηγεμονίας του Antonio Gramsci. Σύμφωνα με την „ταξική και κρατική θεωρητική αντίληψή του για την ηγεμονία“ (May 2010, 141), „η κυριαρχία […] λειτουργεί έτσι μέσω της δέσμευσης σε κοινές αξίες και κοινά πρότυπα ερμηνείας“ (Meuser 2015, 10). Σε αντίθεση με τις αυτοκρατορικές δομές, όπου η εξουσία υφίσταται μέσω του εξαναγκασμού, το χαρακτηριστικό γνώρισμα των ηγεμονικών σχέσεων κυριαρχίας είναι η „[σιωπηρή] συναίνεση των υφισταμένων“ (Meuser 2016, 220).
Ωστόσο, η ηγεμονική αρρενωπότητα δεν πρέπει να κατανοηθεί ως μια δέσμη χαρακτηριστικών που έχουν όλοι οι άνδρες στην πλειοψηφία τους, αλλά μάλλον λειτουργεί ως σύστημα τάξης ή πρότυπο (βλ. May 2010, 129). Θεωρείται ως ένα ιδεώδες του ανδρισμού που καθιερώνεται από μια μειοψηφία ελίτ και δομεί τις κοινωνικές σχέσεις (πρβλ. Meuser 2016, 221). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ηγεμονικός ανδρισμός οριοθετείται με δύο τρόπους: από τη θηλυκότητα αλλά και από άλλες μορφές ανδρισμού (βλ. Vahsen 2002, 248). Συμφωνώντας με αυτή τη διπλή σχέση κυριαρχίας της αρρενωπότητας (πρβλ. Meuser 2016, 221), ο Bourdieu γράφει ότι η αρρενωπότητα είναι μια „κατεξοχήν σχεσιακή έννοια, που κατασκευάζεται πριν και για άλλους άνδρες και ενάντια στη θηλυκότητα, από ένα είδος φόβου για το θηλυκό“ (Bourdieu 2005, 96). Ο Connell αναφέρεται στην κυρίαρχη σήμερα αντίληψη του ανδρισμού ως υπερεθνική επιχειρηματική αρρενωπότητα (βλ. Meuser 2015, 12).
„Αρσενικότητες“ – ταξινόμηση σύμφωνα με την Raewyn Connell
Η ηγεμονική αρρενωπότητα βρίσκεται σε σχέση κυριαρχίας και έντασης με τρεις άλλες υπερκείμενες κατηγορίες αρρενωπότητας, τις οποίες η Connell διακρίνει ως εξής
Ωστόσο, όλες αυτές οι έννοιες της αρρενωπότητας (όπως και της θηλυκότητας) είναι επίσης μεταβλητές και επηρεάζουν η μία την άλλη (πρβλ. Ibid., 130-132). Η έννοια του Connell θυμίζει σε ορισμένα σημεία τη θεωρία του Bourdieu για την ανδρική κυριαρχία ή ηγεμονία, γι‘ αυτό και η έννοια της ηγεμονικής αρρενωπότητας μπορεί να κατανοηθεί και ως μια habitus-θεωρητική έννοια της αρρενωπότητας (βλ. Meuser 2016, 222), σύμφωνα με την οποία η ηγεμονική αρρενωπότητα πρέπει να κατανοηθεί ως „γενεσιουργός αρχή της κατασκευής της αρρενωπότητας“ (Meuser 2016, 221).
Το πρόβλημα του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων από μια ανδροκρατική οπτική γωνία (υποδειγματικά).
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει ισότητα μεταξύ των δύο φύλων μπορεί να διαπιστωθεί σε διάφορα σημεία ή περιστάσεις της σύγχρονης κοινωνίας μας: „Παρά τις πολιτικά ενθουσιώδεις δεκαετίες των γυναικών και παρά τις (ομολογουμένως μετριοπαθείς) πολιτικές παρεμβάσεις του κοινωνικού και νομικού κράτους σε θέματα φύλου, η ανδρική ηγεμονία στην πολιτική και την οικονομία έχει καταφέρει να επιβληθεί διαρκώς (Kreisky 2001, σ. 153)“.
Στην οικονομία, για παράδειγμα, σχεδόν όλες οι σημαντικές ηγετικές θέσεις κατέχονται από άνδρες (βλ. Kreisky 2001, σ. 154 κ.ε.), οπότε στο πλαίσιο αυτό μπορεί κανείς να μιλήσει για μια „αυτοεικόνα ανδρικής υπεροχής“ (Franziska Schutzbach 2018, σ. 305) ή για ηγεμονικό ανδρισμό. Παρομοίως, αυτή η δυσαναλογία εκφράζεται στις αμοιβές των δύο φύλων. Αυτή η αναντιστοιχία αναφέρεται ως μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, σύμφωνα με το οποίο οι άνδρες αμείβονται σημαντικά περισσότερο από τις γυναίκες για την ίδια εργασία και τα ίδια προσόντα (βλ. Robert Claus 2014, σ. 39). Στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης, έχουν ακουστεί φωνές, ιδίως από κύκλους που ασχολούνται με τα δικαιώματα των γυναικών, οι οποίες ζητούν την εξίσωση των μισθών. Ωστόσο, οι ανδροκρατούμενοι αισθάνονται μειονεκτικά από τα μέτρα που εισάγονται προς αυτή την κατεύθυνση, όπως η γυναικεία ποσόστωση, διότι κατά την άποψή τους δίνεται προσοχή μόνο στις ανησυχίες των γυναικών. Επιπλέον, οι αρρενωπολάτρες προβληματίζουν την προώθηση των γυναικών ως „άμεση παρεμπόδιση της πορείας ζωής των αγοριών και των ανδρών, καθώς [θα] ωθούνται στην παθητικότητα και σε χαμηλά αμειβόμενα επαγγέλματα“ (Claus 2014, σ. 39).
Βιβλιογραφία
Baur, Nina- Luedtke, Jens (επιμ.) (2008): The Social Construction of Masculinity (Η κοινωνική κατασκευή του ανδρισμού). Ηγεμονικές και περιθωριοποιημένες αρρενωπότητες στη Γερμανία. Opladen: Budrich.
Bibliographisches Institut GmbH (2020): Hegemony, the, [online] https://www.duden.de/rechtschreibung/Hegemonie [19.09.2020].
Bourdieu, Pierre: Η ανδρική κυριαρχία. Frankfurt a. M.: Suhrkamp 2005.
Claus, Robert (2014). Maskulismus – Antifeminismus zwischen vermeintlicher Salonfähigkeit und blatant Frauenhass. Friedrich Ebert Stiftung (επιμ.), Forum Politik und Gesellschaft.
Connell, Raewyn: The Made Man. The Construction and Crisis of Masculinities. 4η αναθεωρημένη και διευρυμένη έκδοση. Βισμπάντεν: Springer 2015 (= Gender and Society 8).
Fegter, Susann (2012): Η κρίση των αγοριών στην εκπαίδευση και την ανατροφή. Διακριτική κατασκευή του φύλου και του ανδρισμού. Wiesbaden: Springer VS.
Feldmann, Doris u. Sabine Schülting: Männlichkeit. Στο: Metzler Lexikon Literatur- und Kulturtheorie. Προσεγγίσεις – Πρόσωπα – Βασικοί όροι. Επιμέλεια: Ansgar Nünning. 5η ενημερωμένη και διευρυμένη έκδοση. Στουτγάρδη: Metzler 2013. σσ. 478-479.
Kreisky, E. (2001). Η παγκόσμια οικονομία ως πεδίο πάλης: όψεις της αλληλεπίδρασης μεταξύ παγκοσμιοποίησης και αρρενωπότητας. Austrian Journal of Political Science, 30(2), 137-159. https://nbn-resolving.org/urn:nbn:de:0168- ssoar-59682.
Martschukat, Jürgen u. Olaf Stieglitz: Geschichte der Männlichkeiten. Frankfurt a. M.: Campus Verlag 2008 (= Historical Introductions 5).
Masculinism. https://www.lexico.com/definition/masculinism (5.10.2020).
May, Michael: Hegemonic Masculinity (Ηγεμονικός ανδρισμός). Στο: Η πολιτική των γυναικών στα χέρια της οικογένειας; Νέες σχέσεις σε ανταγωνισμό, αυτονομία ή συνεργασία. Επιμέλεια: Karin Böllert και N. Oelkers. Βισμπάντεν: Verlag für Sozialwissenschaften 2010. σσ. 129-156.
Meuser, Michael: Κοινωνιολογία. Στο: Αρρενωπότητα. Ένα διεπιστημονικό εγχειρίδιο. Επιμέλεια: Stefan Horlacher, B. Jansen και W. Schwanebeck. Στουτγάρδη: Metzler 2016. σσ. 218-236.
Meuser, Michael, Scholz, Sylka. Στο: Baader, Meike Sophia- Bilstein, Johannes- Tholen, Toni (επιμ.) (2012): Ανατροφή, εκπαίδευση και φύλο. Οι αρρενωπότητες στο επίκεντρο των σπουδών φύλου. Wiesbaden: Springer VS.
Meuser, Michael: Männlichkeit in Gesellschaft. Πρόλογος. Εισαγωγή στο: The Made Man. Construction and Crisis of Masculinities. 4η αναθεωρημένη και διευρυμένη έκδοση. Βισμπάντεν: Springer 2015 (= Gender and Society 8). S. 9-20.
Oxford University Press (2000): Masculinism, n., [online] https://www.oed.com/view/Entry/114564?redirectedFrom=masculinism#eid [19.09.2020].
Schutzbach, Franziska (2018): Κυρίαρχη αρρενωπότητα και νεοαντιδραστικές κοσμοθεωρίες στη σκηνή του pick-up artist. Δημοσιεύθηκε στο Feminist Studies Volume 36 Issue 2, Edited by: Sabine Hark et. al, DOI: https://doi.org/10.1515/fs-2018-0034, Εκδότης: De Gruyter, Δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο: 02.11.2018.
Vahsen, Mechthilde: Männlich/Masculinity/Masculinity Studies. Στο: Metzler Lexikon Gender Studies, Geschlechterforschung. Προσεγγίσεις – Πρόσωπα – Βασικοί όροι. Επιμέλεια: Renate Koll. Στουτγάρδη: Metzler 2002. σσ. 252-253.
Vahsen, Mechthilde: Männerforschung (Ανδρικές Σπουδές/Νέες Ανδρικές Σπουδές/Ανδρικό Κίνημα). Στο: Metzler Lexikon Gender Studies, Geschlechterforschung. Προσεγγίσεις – Πρόσωπα – Βασικοί όροι. Επιμέλεια: Renate Koll. Στουτγάρδη: Metzler 2002. σσ. 248-249.