Υπάρχουν διάφοροι ορισμοί ή τομείς της ένταξης. Αναφορικά με τη λατινική προέλευση της λέξης, η συμπερίληψη προέρχεται από το includo „περικλείω, περιορίζω“ (βλ. Pons). Η ένταξη θεωρείται ως το αντίθετο του αποκλεισμού ή ως επέκταση του όρου ενσωμάτωση (βλ. Rohrmann 2014, 163).
Ένταξη και αποκλεισμός
Σύμφωνα με το λεξικό Duden, ο αποκλεισμός αναφέρεται σε έναν αποκλεισμό ή μια εξαίρεση. Η ενσωμάτωση ορίζεται ως η ένταξη ή η σύνδεση διαφορετικών ατόμων ή ομάδων σε μια κοινωνική και πολιτιστική μονάδα. Η ενσωμάτωση χρησιμοποιείται επίσης ως συνώνυμο της ένταξης, καθώς η τελευταία δεν ήταν τόσο παρούσα στο παρελθόν. Παρ‘ όλα αυτά, υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Παρόλο που ενσωμάτωση σημαίνει ένταξη, παραμένει μια ορισμένη απόσταση που διακρίνει άτομα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά από άλλα. Υπάρχει μια διαφοροποίηση μεταξύ του τύπου „φυσιολογικός“ και του τύπου „διαφορετικός“ (βλ. Grimm/ Meyer/ Volkmann 2015, 146). Για παράδειγμα, ένα ενταξιακό σχολείο δέχεται παιδιά με αναπηρίες, αλλά δεν προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες τους (βλ. Grimm/ Meyer/ Volkmann 2015, 145 στ.).
Από την άλλη πλευρά, η ένταξη σημαίνει ότι συμπεριλαμβάνονται όλα τα άτομα – ανεξάρτητα από το φύλο ή την εθνικότητα στην οποία ανήκουν ή από το αν είναι σωματικά ή διανοητικά ανάπηρα. Όλοι είναι ίσοι σε μια ετερογενή κοινωνία. Δεν υπάρχει ένας „φυσιολογικός“ ή „διαφορετικός“ τύπος που έχει οριστεί από την κοινωνία. Στο παράδειγμα του σχολείου, αυτό σημαίνει ότι οι παλιές, παραδοσιακές δομές καταρρίπτονται και οι ανάγκες όλων αντιμετωπίζονται ατομικά (βλ. Grimm/ Meyer/ Volkmann 2015, 145).
Ένταξη και παιδαγωγική
Η παιδαγωγική της ένταξης αφορά τα παιδιά με και χωρίς αναπηρία που μαθαίνουν μαζί σε κανονικά νηπιαγωγεία και σχολεία. Αυτό πρέπει επίσης να επεκταθεί στη συνεργασία στην ενήλικη ζωή. Μπορούν όμως τα παιδιά με αναπηρία, νοητική ή σωματική, να μάθουν με τον ίδιο τρόπο όπως τα παιδιά χωρίς αναπηρία;
Ο Feuser ορίζει την παιδαγωγική ως παιδαγωγική χωρίς αποκλεισμούς που διδάσκει, εκπαιδεύει και καταρτίζει – αποδίδοντας δικαιοσύνη σε κάθε άτομο και χωρίς να αποκλείει ή να περιθωριοποιεί τους μαθητές (βλ. Feuser 2005, 134). Η απλή φοίτηση σε ένα γενικό σχολείο δεν συνιστά ένταξη για ένα παιδί με αναπηρία, καθώς ενσωματώνεται μόνο εξωτερικά, αλλά συνεχίζει να είναι αποκλεισμένο εσωτερικά (ψυχολογικά/διανοητικά). Ο Feuser αναφέρει το κλουβί Guarino γύρω από το κεφάλι του παιδιού ως εικονογραφικό παράδειγμα αυτού (βλ. Feuser 2005, 168 κ.ε.).
Κατά συνέπεια, οι μαθητές είναι ετερόκλητα άτομα σε μια ενοποιητική μονάδα που μαθαίνουν από κοινού σε συνεργασία μεταξύ τους (πρβλ. Feuser 2005, 173). Συνοπτικά, μια ενοποιητική ή περιεκτική γενική παιδαγωγική είναι επομένως ότι „όλα τα παιδιά και οι μαθητές παίζουν, μαθαίνουν και εργάζονται σε συνεργασία μεταξύ τους στα αντίστοιχα επίπεδα ανάπτυξής τους σύμφωνα με τις στιγμιαίες ικανότητες αντίληψης, σκέψης και δράσης τους με προσανατολισμό προς την „επόμενη ζώνη της ανάπτυξής τους“ πάνω και με ένα κοινό αντικείμενο“ (Feuser 2005, 174).
Ένταξη στην κοινωνιολογία
Η έννοια του έθνους απέκτησε σημασία ιδίως κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα, όταν, ειδικά σε σχέση με τη Γερμανία, οι προσδοκίες και οι πόθοι για ένα ενιαίο και ενωμένο κράτος αυξήθηκαν και τελικά επιβλήθηκαν. Έπρεπε να υπάρξει μια αλλαγή από ένα συνονθύλευμα ηγεμονιών σε μια Γερμανία ως έθνος.
Υπό αυτή την έννοια, ένα έθνος έχει μια περιεκτική λειτουργία, βασισμένη στη γλώσσα και σε έναν κοινό πολιτισμό, μέσω της ένταξης ή της ενοποίησής του σε ένα μεγάλο σύνολο.
Ταυτόχρονα, ένα έθνος έχει αποκλειστικό χαρακτήρα, χρησιμεύει για τον αποκλεισμό άλλων κρατών/εθνών, γεγονός που αποτελεί τη βάση για την επιτυχία του όρου (βλ. Stichweh 2005, 42 στ.). Ωστόσο, η έννοια του έθνους δεν είχε πάντοτε αποκλειστικό χαρακτήρα έναντι της μετανάστευσης- αντίθετα, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, χρησίμευε για την οριοθέτηση άλλων κρατών και ταυτόχρονα είχε χαρακτήρα υποχρέωσης των υπηκόων έναντι του κράτους.
Στην πρώιμη σύγχρονη εποχή, η μετανάστευση ήταν επιθυμητή- θεωρήθηκε ως απόκτηση νέων υπηκόων και, συνεπώς, νέων πόρων. Η μετανάστευση, από την άλλη πλευρά, αποθαρρυνόταν έντονα (βλ. Stichweh 2005, 41). Από τον 19ο και τον 20ό αιώνα και μετά, αυτό άλλαξε. Το δικαίωμα μετανάστευσης απέκτησε μεγαλύτερη σημασία, αλλά η μετανάστευση έγινε πιο δύσκολη λόγω της ανόδου των εθνικοσοσιαλιστικών ιδεών και της συνειδητοποίησης της αυξανόμενης στενότητας του χώρου και των πόρων (βλ. Stichweh 2005, 152).
Αυτό οδήγησε στη διαμόρφωση μιας παγκόσμιας κοινωνίας που αποτελείται από εθνικά κράτη, τα οποία επιδιώκουν ένα κράτος πρόνοιας στο εσωτερικό, αλλά δημιουργούν σκόπιμα μια ανισορροπία στο εξωτερικό, προκειμένου να διαχωρίζονται και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, οι μετανάστες αποτελούν απειλή για κάθε άτομο από αυτό το κράτος πρόνοιας όσον αφορά το μερίδιό του σε αυτό το κράτος πρόνοιας. Αυτό το κλείσιμο της πρόνοιας ενισχύεται από την κουλτούρα και την εθνοποίηση των μελών της, τονίζοντας την τάση κλεισίματός της (βλ. Stichweh 2005, 152 στ.).
Από την άλλη πλευρά, το κράτος είναι η απήχηση μιας εθνικής ένωσης, μια δυνατότητα πλήρους ένταξης, όχι κατ‘ ανάγκη σε κοινωνική αλλά σε νομική βάση, όπως η επέκταση του νόμου περί διαζυγίων τη δεκαετία του 1960, το ίσο δικαίωμα ψήφου για όλους ή η υποχρεωτική εκπαίδευση και η στρατιωτική θητεία. Αυτό ακολουθήθηκε αρχικά από μια φάση ενσωμάτωσης, η οποία επέτρεψε τη συμμετοχή. Στην περαιτέρω πορεία, όπως και σήμερα, κατά την οποία η συμμετοχή γίνεται αντιληπτή και ως εξαναγκασμός, επειδή το άτομο ωθείται στο παρασκήνιο, διακρίνεται μια τάση προς την ελευθερία της μη συμμετοχής. Ως αποτέλεσμα, η έννοια του έθνους χάνει πρόσθετη σημασία (βλ. Stichweh 2005, 43).
Ίση αμοιβή για ίση εργασία – οικονομικός αποκλεισμός
Οι επιπτώσεις του οικονομικού αποκλεισμού στην ιδιωτική και κοινωνική ζωή θα παρουσιαστούν με το παράδειγμα των μισθών με βάση το φύλο στην αγορά εργασίας.
Κατ‘ αρχάς, πρέπει να ειπωθεί ότι ο οικονομικός αποκλεισμός δεν βασίζεται στην έλλειψη αποτελεσματικότητας, αλλά στα κοινωνικά αποτελέσματα της κατανομής της εξουσίας και των πόρων (βλ. Schönpflug 2009, 88).
Οι σχέσεις των δύο φύλων έχουν προκύψει από κοινωνικές ιεραρχίες που εδραιώνονται στο διαχωρισμό μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών δράσεων, δηλαδή της επικερδούς απασχόλησης και της οικιακής εργασίας. Και ακόμη και αν οι γυναίκες μπορούν να απελευθερωθούν από τα καθήκοντα της οικιακής εργασίας, συχνά αυτό συμβαίνει μόνο με μερική απασχόληση, ταυτίζονται συχνά με τον ρόλο της μητέρας ή της φροντίδας, γεγονός που επηρεάζει τον επαγγελματικό τους τομέα. Επιπλέον, οι γυναίκες αποκλείονται από θέσεις υψηλού εισοδήματος στην επιστήμη, την πολιτική και την οικονομία, οι οποίες είναι απαλλαγμένες από κάθε επιρροή ή εξουσία (βλ. Hanappi- Egger/ Hofmann 2005). Έτσι, οι γυναίκες παραμένουν περιορισμένες στον τρόπο ζωής τους και στην αυτονομία τους λόγω της έλλειψης αναγνώρισης που κοινωνικά συμβαδίζει με τις υψηλότερες οικονομικές θέσεις.
Συνοπτικά, ο αποκλεισμός είναι ο λόγος για την ανάγκη ένταξης.
Βιβλιογραφία
Duden. Duden Online Dictionary. https://www.duden.de/suchen/dudenonline/integration [16.12.2018].
Duden (2006): Die deutsche Rechtschreibung. 24η έκδοση. Mannheim: Bibliographisches Institut.
Feuser, Georg (2005): Παιδιά και νέοι με αναπηρία. Μεταξύ ενσωμάτωσης και διαχωρισμού. 2η έκδ. Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft.
Grimm, Nancy/ Meyer, Michael/ Volkmann, Laurenz (2015): Διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Tübingen: Narr Francke Attempto.
Isop, Utta/ Ratkovic, Viktorija (επιμ.) (2011): „Η διδασκαλία της Αγγλικής Γλώσσας στα Αγγλικά“: Living Differences. Πολιτισμικές Σπουδές και Κριτικές Προοπτικές Φύλου για την Ένταξη και τον Αποκλεισμό. Bielefeld: transcript.
Pons. Ηλεκτρονικό λεξικό. https://de.pons.com/%C3%BCbersetzung? q=includo&l=dela&in=la&lf=la [16.12.2018].
Rohrmann, Eckard (2014): Inclusion? Ένταξη! Κριτικές παρατηρήσεις σχετικά με την τρέχουσα συζήτηση για την ένταξη και την έννοια της μέτριας ένταξης. Στο: Soz Passagen 6, 161-166.
Stichweh, Rudolf (2005): Inklusion und Exklusion. Μελέτες στην κοινωνική θεωρία. Bielefeld: transcript.